ItalianoGreco


reggiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [redˈʤano]

1 τυρί του Ρέτζιο
2 κάτοικος του Ρέτζιο

reggiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [redˈʤano]

ο του Ρέτζιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---