regalità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [regaliˈta]
1 επιβλητικότητα
2 βασιλεία
3 υπέρτατη πολιτική εξουσία
4 βασιλικό προνόμιο ή δικαίωμα
5 μεγαλειότητα
6 μεγαλείο
7 μεγαλοπρέπεια
8 ευγένεια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [regaliˈta]
1 επιβλητικότητα
2 βασιλεία
3 υπέρτατη πολιτική εξουσία
4 βασιλικό προνόμιο ή δικαίωμα
5 μεγαλειότητα
6 μεγαλείο
7 μεγαλοπρέπεια
8 ευγένεια
permalink
regalità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android