ItalianoGreco


regàlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈgalo]

το δώρο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carta [θηλ.] da regalo = το χαρτί περιτυλίγματος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---