Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regàlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈgalo]

το δώρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regalmente regamo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carta [θηλ.] da regalo = το χαρτί περιτυλίγματος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regale (επίθ.)
regaleco (ουσ αρσ )
regalia (θηλ.ουσ)
regalità (θηλ.ουσ)
regalmente (επίρ.)
regalo (ουσ αρσ )
regamo (ουσ αρσ )
regata (θηλ.ουσ)
regatare (ρ.αμτβ.)
regesto (ουσ αρσ )
reggae (ουσ αρσ )
reggente (ουσ αρσ και θηλ.)
reggenza (θηλ. επίθ και ουσ)
reggere (ρ.αμτβ.)
reggere (ρ. μτβ.)
reggersi (ρ.μ. (αντων.))
reggetta (θηλ.ουσ)
reggia (θηλ.ουσ)
reggiano (ουσ αρσ )
reggiano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---