ItalianoGreco


refrigerànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [refriʤeˈrante]

1 ψυγείο
2 συσκευή δροσίσματος αέρα
3 θάλαμος ψύξης υγρών
4 ψυκτικό υγρό
5 δροσιστικό ποτό

refrigerànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [refriʤeˈrante]

1 ψυχραντικός
2 ψυκτικός
3 εξευμενιστικός
4 ανακουφιστικός
5 αναψυκτικός
6 ψύχων
7 δροσιστικός
8 που παράγει ψύξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---