Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


refrigerànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [refriʤeˈrante]

1 ψυγείο
2 συσκευή δροσίσματος αέρα
3 θάλαμος ψύξης υγρών
4 ψυκτικό υγρό
5 δροσιστικό ποτό

refrigerànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [refriʤeˈrante]

1 ψυχραντικός
2 ψυκτικός
3 εξευμενιστικός
4 ανακουφιστικός
5 αναψυκτικός
6 ψύχων
7 δροσιστικός
8 που παράγει ψύξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  refrattario refrigerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

refluo (αρσ. επίθ και ουσ)
refolo (ουσ αρσ )
refrain (ουσ αρσ )
refrattarietà (θηλ.ουσ)
refrattario (αρσ. επίθ και ουσ)
refrigerante (ουσ αρσ )
refrigerante (επίθ.)
refrigerare (ρ. μτβ.)
refrigerarsi (ρ.μ. (αντων.))
refrigerativo (επίθ.)
refrigerato (επίθ.)
refrigeratore (ουσ αρσ )
refrigeratore (επίθ.)
refrigerazione (θηλ.ουσ)
refrigerio (ουσ αρσ )
refurtiva (θηλ.ουσ)
refuso (ουσ αρσ )
regalabile (επίθ.)
regalare (ρ. μτβ.)
regalarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---