Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


refrattàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [refratˈtarjo]

1 επίμονος
2 απλαστικός
3 ανεπίδεκτος
4 ανυπότακτος
5 απρόσβλητος
6 δυσκολοδούλευτος
7 αντιστεκόμενος σε θεραπεία
8 σκληροτράχηλος
9 που σκουριάζει δύσκολα
10 ανίατος
11 δύστηκτος (για κεραμικό υλικό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  refrattarietà refrigerante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reflex (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
refluo (αρσ. επίθ και ουσ)
refolo (ουσ αρσ )
refrain (ουσ αρσ )
refrattarietà (θηλ.ουσ)
refrattario (αρσ. επίθ και ουσ)
refrigerante (ουσ αρσ )
refrigerante (επίθ.)
refrigerare (ρ. μτβ.)
refrigerarsi (ρ.μ. (αντων.))
refrigerativo (επίθ.)
refrigerato (επίθ.)
refrigeratore (ουσ αρσ )
refrigeratore (επίθ.)
refrigerazione (θηλ.ουσ)
refrigerio (ουσ αρσ )
refurtiva (θηλ.ουσ)
refuso (ουσ αρσ )
regalabile (επίθ.)
regalare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---