refrattàrio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [refratˈtarjo]
1 επίμονος
2 απλαστικός
3 ανεπίδεκτος
4 ανυπότακτος
5 απρόσβλητος
6 δυσκολοδούλευτος
7 αντιστεκόμενος σε θεραπεία
8 σκληροτράχηλος
9 που σκουριάζει δύσκολα
10 ανίατος
11 δύστηκτος (για κεραμικό υλικό)
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [refratˈtarjo]
1 επίμονος
2 απλαστικός
3 ανεπίδεκτος
4 ανυπότακτος
5 απρόσβλητος
6 δυσκολοδούλευτος
7 αντιστεκόμενος σε θεραπεία
8 σκληροτράχηλος
9 που σκουριάζει δύσκολα
10 ανίατος
11 δύστηκτος (για κεραμικό υλικό)
permalink
refrattario (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android