Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rèfolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛfolo]

πνοή ανέμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  refluo refrain  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reflazionare (ρ. μτβ.)
reflazione (θηλ.ουσ)
reflazionistico (επίθ.)
reflex (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
refluo (αρσ. επίθ και ουσ)
refolo (ουσ αρσ )
refrain (ουσ αρσ )
refrattarietà (θηλ.ουσ)
refrattario (αρσ. επίθ και ουσ)
refrigerante (ουσ αρσ )
refrigerante (επίθ.)
refrigerare (ρ. μτβ.)
refrigerarsi (ρ.μ. (αντων.))
refrigerativo (επίθ.)
refrigerato (επίθ.)
refrigeratore (ουσ αρσ )
refrigeratore (επίθ.)
refrigerazione (θηλ.ουσ)
refrigerio (ουσ αρσ )
refurtiva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---