Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


refill  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrefil]

1 ξαναγέμισμα
2 προὶόν ξαναγεμίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  refilare reflazionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

referenziare (ρ. μτβ.)
referto (ουσ αρσ )
refettorio (ουσ αρσ )
refezione (θηλ.ουσ)
refilare (ρ. μτβ.)
refill (ουσ αρσ )
reflazionare (ρ. μτβ.)
reflazione (θηλ.ουσ)
reflazionistico (επίθ.)
reflex (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
refluo (αρσ. επίθ και ουσ)
refolo (ουσ αρσ )
refrain (ουσ αρσ )
refrattarietà (θηλ.ουσ)
refrattario (αρσ. επίθ και ουσ)
refrigerante (ουσ αρσ )
refrigerante (επίθ.)
refrigerare (ρ. μτβ.)
refrigerarsi (ρ.μ. (αντων.))
refrigerativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---