Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rèduce
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛduʧe]

1 επιζών άνθρωπος
2 απόστρατος

rèduce
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛduʧe]

1 επανερχόμενος
2 επιστρέφων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redolente reduplicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )
reduce (επίθ.)
reduplicare (ρ. μτβ.)
reduplicazione (θηλ.ουσ)
refe (ουσ αρσ )
referendum (ουσ αρσ )
referente (ουσ αρσ )
referente (επίθ.)
referenza (θηλ.ουσ)
referenziare (ρ.αμτβ.)
referenziare (ρ. μτβ.)
referto (ουσ αρσ )
refettorio (ουσ αρσ )
refezione (θηλ.ουσ)
refilare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---