Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrèdine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛdine] 1 ότι συγκρατεί ή περιορίζει 2 γκέμι 3 καπίστρι 4 χαλινάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |