Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rèdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛdine]

1 ότι συγκρατεί ή περιορίζει
2 γκέμι
3 καπίστρι
4 χαλινάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redimibilità redingote  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )
reduce (επίθ.)
reduplicare (ρ. μτβ.)
reduplicazione (θηλ.ουσ)
refe (ουσ αρσ )
referendum (ουσ αρσ )
referente (ουσ αρσ )
referente (επίθ.)
referenza (θηλ.ουσ)
referenziare (ρ.αμτβ.)
referenziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---