Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


redimìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rediˈmibile]

1 απελευθερώσιμος
2 λυτρώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redimersi redimibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)
redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )
reduce (επίθ.)
reduplicare (ρ. μτβ.)
reduplicazione (θηλ.ουσ)
refe (ουσ αρσ )
referendum (ουσ αρσ )
referente (ουσ αρσ )
referente (επίθ.)
referenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---