Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


redentóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [redenˈtore]

λυτρωτής

redentóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [redenˈtore]

λυτρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redento redenzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redditiere (ουσ αρσ )
redditività (θηλ.ουσ)
redditizio (επίθ.)
reddito (ουσ αρσ )
redento (επίθ.)
redentore (ουσ αρσ )
redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)
redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )
reduce (επίθ.)
reduplicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---