Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


redditività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [redditiviˈta]

1 κερδοφορία
2 αποδοτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redditiere redditizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redatto (επίθ.)
redattore (ουσ αρσ )
redazionale (επίθ.)
redazione (θηλ.ουσ)
redditiere (ουσ αρσ )
redditività (θηλ.ουσ)
redditizio (επίθ.)
reddito (ουσ αρσ )
redento (επίθ.)
redentore (ουσ αρσ )
redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)
redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---