Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


redènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈdɛnto]

1 λυτρωθείς
2 λυτρωμένος
3 απελευθερωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reddito redentore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redazione (θηλ.ουσ)
redditiere (ουσ αρσ )
redditività (θηλ.ουσ)
redditizio (επίθ.)
reddito (ουσ αρσ )
redento (επίθ.)
redentore (ουσ αρσ )
redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)
redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )
reduce (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---