Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


redattóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [redatˈtore]

1 συντάκτης
2 σχολιαστής
3 δημοσιογράφος
4 ρεπόρτερ
5 εκδότης
6 ανταποκριτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redatto redazionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recrudescenza (θηλ.ουσ)
recto (ουσ αρσ )
redarguibile (επίθ.)
redarguire (ρ. μτβ.)
redatto (επίθ.)
redattore (ουσ αρσ )
redazionale (επίθ.)
redazione (θηλ.ουσ)
redditiere (ουσ αρσ )
redditività (θηλ.ουσ)
redditizio (επίθ.)
reddito (ουσ αρσ )
redento (επίθ.)
redentore (ουσ αρσ )
redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)
redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---