Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόredattóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [redatˈtore] 1 συντάκτης 2 σχολιαστής 3 δημοσιογράφος 4 ρεπόρτερ 5 εκδότης 6 ανταποκριτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |