Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rècto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛkto]

1 δεξιά σελίδα
2 φύλλο που διαβάζεται πρώτο
3 μπροστινή όψη νομίσματος
4 φάτσα
5 κύρια επιφάνεια-φάτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recrudescenza redarguibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recriminare (ρ.αμτβ.)
recriminare (ρ. μτβ.)
recriminatorio (επίθ.)
recriminazione (θηλ.ουσ)
recrudescenza (θηλ.ουσ)
recto (ουσ αρσ )
redarguibile (επίθ.)
redarguire (ρ. μτβ.)
redatto (επίθ.)
redattore (ουσ αρσ )
redazionale (επίθ.)
redazione (θηλ.ουσ)
redditiere (ουσ αρσ )
redditività (θηλ.ουσ)
redditizio (επίθ.)
reddito (ουσ αρσ )
redento (επίθ.)
redentore (ουσ αρσ )
redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---