Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recriminàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rekrimiˈnare]

1 γογγύζω
2 ανταποδίδω πικρόχολα
3 αντικατηγορώ
4 παραπονιέμαι
5 κλαίγομαι

recriminàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rekrimiˈnare]

1 κλαίω
2 θρηνώ
3 θρηνωδώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recordman recriminatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reclutare (ρ. μτβ.)
recondito (αρσ. επίθ και ουσ)
record (ουσ αρσ )
recordista (ουσ αρσ και θηλ.)
recordman (ουσ αρσ )
recriminare (ρ.αμτβ.)
recriminare (ρ. μτβ.)
recriminatorio (επίθ.)
recriminazione (θηλ.ουσ)
recrudescenza (θηλ.ουσ)
recto (ουσ αρσ )
redarguibile (επίθ.)
redarguire (ρ. μτβ.)
redatto (επίθ.)
redattore (ουσ αρσ )
redazionale (επίθ.)
redazione (θηλ.ουσ)
redditiere (ουσ αρσ )
redditività (θηλ.ουσ)
redditizio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---