Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


recòndito  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈkɔndito]

1 δυσνόητος
2 κρυμμένος
3 δυσκολονόητος
4 εκτός πεπατημένης
5 αποτραβηγμένος
6 παράμερος
7 απόκρυφος
8 βαθύς
9 ανάμερος
10 κρυφός
11 μυστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reclutare record  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

recluso (επίθ.)
reclusorio (ουσ αρσ )
recluta (θηλ.ουσ)
reclutamento (ουσ αρσ )
reclutare (ρ. μτβ.)
recondito (αρσ. επίθ και ουσ)
record (ουσ αρσ )
recordista (ουσ αρσ και θηλ.)
recordman (ουσ αρσ )
recriminare (ρ.αμτβ.)
recriminare (ρ. μτβ.)
recriminatorio (επίθ.)
recriminazione (θηλ.ουσ)
recrudescenza (θηλ.ουσ)
recto (ουσ αρσ )
redarguibile (επίθ.)
redarguire (ρ. μτβ.)
redatto (επίθ.)
redattore (ουσ αρσ )
redazionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---