Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrecrudescènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rekrudeʃˈʃɛntsa] 1 υποτροπή 2 νέο ξέσπασμα 3 ανανέωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |