Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόreclusòrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rekluˈzɔrjo] 1 αναμορφωτήριο 2 φυλακή 3 ειρκτή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |