Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reclusòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rekluˈzɔrjo]

1 αναμορφωτήριο
2 φυλακή
3 ειρκτή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  recluso recluta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reclino (επίθ.)
recludere (ρ. μτβ.)
reclusione (θηλ.ουσ)
recluso (ουσ αρσ )
recluso (επίθ.)
reclusorio (ουσ αρσ )
recluta (θηλ.ουσ)
reclutamento (ουσ αρσ )
reclutare (ρ. μτβ.)
recondito (αρσ. επίθ και ουσ)
record (ουσ αρσ )
recordista (ουσ αρσ και θηλ.)
recordman (ουσ αρσ )
recriminare (ρ.αμτβ.)
recriminare (ρ. μτβ.)
recriminatorio (επίθ.)
recriminazione (θηλ.ουσ)
recrudescenza (θηλ.ουσ)
recto (ουσ αρσ )
redarguibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---