ItalianoGreco


reclùso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reˈkluzo]

1 δέσμιος
2 φυλακισμένος
3 κρατούμενος
4 έγκλειστος
5 εγκάθειρκτος

reclùso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reˈkluzo]

1 μοναχικός
2 απομονωμένος
3 αποτραβηγμένος
4 ερημικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---