Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profetizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) profondàre (ρ. μτβ.)
profezìa (θηλ.ουσ) profondàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
profferìre (ρ. μτβ.) profóndere (ρ. μτβ.)
proffèrta (θηλ.ουσ) profondersi (ρ.μ. (αντων.))
proficuaménte (επίρ.) profondìmetro (ουσ αρσ )
profìcuo (επίθ.) profondità (θηλ.ουσ)
profilàre (ρ. μτβ.) profóndo (ουσ αρσ )
profilarsi (ρ.μ. (αντων.)) profóndo (επίθ.)
profilàssi (θηλ.ουσ) proforma (επίρ.)
profilàto (ουσ αρσ ) pròfugo (ουσ αρσ )
profilàto (επίθ.) pròfugo (επίθ.)
profilatóio (ουσ αρσ ) profumàre (ρ.αμτβ.)
profilatrìce (θηλ.ουσ) profumàre (ρ. μτβ.)
profilàttico (ουσ αρσ ) profumarsi (ρ.μ. (αντων.))
profilàttico (επίθ.) profumataménte (επίρ.)
profilatùra (θηλ.ουσ) profumàto (αρσ. επίθ και ουσ)
profìlo (ουσ αρσ ) profumerìa (θηλ.ουσ)
profiterole (ουσ αρσ και θηλ.) profumièra (θηλ.ουσ)
profittàre (ρ.αμτβ.) profumière (ουσ αρσ )
profittatóre (αρσ. επίθ και ουσ) profumièro (επίθ.)
profittévole (επίθ.) profùmo (ουσ αρσ )
profìtto (ουσ αρσ ) profusióne (θηλ.ουσ)
proflùvio (ουσ αρσ ) profùso (αρσ. επίθ και ουσ)
profondaménte (επίρ.) progènie (θηλ.ουσ)
profondàre (ρ.αμτβ.) progenitóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: