Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profetizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [profetidˈdzare]

1 προφητεύω
2 προμηνύω
3 προλέγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profetismo profezia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

professoressa (θηλ.ουσ)
profeta (ουσ αρσ )
profetessa (θηλ.ουσ)
profetico (επίθ.)
profetismo (ουσ αρσ )
profetizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
profezia (θηλ.ουσ)
profferire (ρ. μτβ.)
profferta (θηλ.ουσ)
proficuamente (επίρ.)
proficuo (επίθ.)
profilare (ρ. μτβ.)
profilarsi (ρ.μ. (αντων.))
profilassi (θηλ.ουσ)
profilato (ουσ αρσ )
profilato (επίθ.)
profilatoio (ουσ αρσ )
profilatrice (θηλ.ουσ)
profilattico (ουσ αρσ )
profilattico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---