Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profilàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [profiˈlare]

1 κάνω γραμμή αεροδυναμική
2 γαρνίρω με μπορντούρα
3 σχεδιάζω το προφίλ
4 δίνω αεροδυναμικό σχήμα
5 σχεδιάζω σε κατακόρυφη τομή
6 πλαισιώνω
7 φτιάχνω το περίγραμμα
8 περιγράφω το προφίλ

profilarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [profiˈlarsi]

1 ξεχωρίζω
2 διαφαίνομαι
3 εξέχω
4 προεξέχω
5 δεσπόζω
6 προβάλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proficuo profilassi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profezia (θηλ.ουσ)
profferire (ρ. μτβ.)
profferta (θηλ.ουσ)
proficuamente (επίρ.)
proficuo (επίθ.)
profilare (ρ. μτβ.)
profilarsi (ρ.μ. (αντων.))
profilassi (θηλ.ουσ)
profilato (ουσ αρσ )
profilato (επίθ.)
profilatoio (ουσ αρσ )
profilatrice (θηλ.ουσ)
profilattico (ουσ αρσ )
profilattico (επίθ.)
profilatura (θηλ.ουσ)
profilo (ουσ αρσ )
profiterole (ουσ αρσ και θηλ.)
profittare (ρ.αμτβ.)
profittatore (αρσ. επίθ και ουσ)
profittevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---