Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profittàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [profitˈtare]

1 επωφελούμαι
2 ωφελώ
3 ωφελούμαι
4 προοδεύω
5 κερδίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profiterole profittatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profilattico (ουσ αρσ )
profilattico (επίθ.)
profilatura (θηλ.ουσ)
profilo (ουσ αρσ )
profiterole (ουσ αρσ και θηλ.)
profittare (ρ.αμτβ.)
profittatore (αρσ. επίθ και ουσ)
profittevole (επίθ.)
profitto (ουσ αρσ )
profluvio (ουσ αρσ )
profondamente (επίρ.)
profondare (ρ.αμτβ.)
profondare (ρ. μτβ.)
profondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
profondere (ρ. μτβ.)
profondersi (ρ.μ. (αντων.))
profondimetro (ουσ αρσ )
profondità (θηλ.ουσ)
profondo (ουσ αρσ )
profondo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---