Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόproflùvio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈfluvjo] 1 πλημμύρα 2 πλημμυρίδα 3 ρέμα 4 κατακλυσμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |