Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proflùvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈfluvjo]

1 πλημμύρα
2 πλημμυρίδα
3 ρέμα
4 κατακλυσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profitto profondamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profiterole (ουσ αρσ και θηλ.)
profittare (ρ.αμτβ.)
profittatore (αρσ. επίθ και ουσ)
profittevole (επίθ.)
profitto (ουσ αρσ )
profluvio (ουσ αρσ )
profondamente (επίρ.)
profondare (ρ.αμτβ.)
profondare (ρ. μτβ.)
profondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
profondere (ρ. μτβ.)
profondersi (ρ.μ. (αντων.))
profondimetro (ουσ αρσ )
profondità (θηλ.ουσ)
profondo (ουσ αρσ )
profondo (επίθ.)
proforma (επίρ.)
profugo (ουσ αρσ )
profugo (επίθ.)
profumare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---