Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròfugo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔfugo]

ο πρόσφυγας

pròfugo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔfugo]

1 προσφυγικός
2 ο του φυγάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proforma profumare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


campo [αρσ.] profughi = το στρατόπεδο προσφύγων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profondimetro (ουσ αρσ )
profondità (θηλ.ουσ)
profondo (ουσ αρσ )
profondo (επίθ.)
proforma (επίρ.)
profugo (ουσ αρσ )
profugo (επίθ.)
profumare (ρ.αμτβ.)
profumare (ρ. μτβ.)
profumarsi (ρ.μ. (αντων.))
profumatamente (επίρ.)
profumato (αρσ. επίθ και ουσ)
profumeria (θηλ.ουσ)
profumiera (θηλ.ουσ)
profumiere (ουσ αρσ )
profumiero (επίθ.)
profumo (ουσ αρσ )
profusione (θηλ.ουσ)
profuso (αρσ. επίθ και ουσ)
progenie (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---