Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profumerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [profumeˈria]

το μυροπωλείο, το αρωματοπωλείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profumato profumiera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profumare (ρ.αμτβ.)
profumare (ρ. μτβ.)
profumarsi (ρ.μ. (αντων.))
profumatamente (επίρ.)
profumato (αρσ. επίθ και ουσ)
profumeria (θηλ.ουσ)
profumiera (θηλ.ουσ)
profumiere (ουσ αρσ )
profumiero (επίθ.)
profumo (ουσ αρσ )
profusione (θηλ.ουσ)
profuso (αρσ. επίθ και ουσ)
progenie (θηλ.ουσ)
progenitore (ουσ αρσ )
progenitrice (θηλ.ουσ)
progesterone (ουσ αρσ )
progettare (ρ. μτβ.)
progettazione (θηλ.ουσ)
progettista (ουσ αρσ και θηλ.)
progettistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---