Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


progesteróne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proʤesteˈrone]

1 ορμόνη πρόδρομος κύησης
2 προγεστερόνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  progenitrice progettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profusione (θηλ.ουσ)
profuso (αρσ. επίθ και ουσ)
progenie (θηλ.ουσ)
progenitore (ουσ αρσ )
progenitrice (θηλ.ουσ)
progesterone (ουσ αρσ )
progettare (ρ. μτβ.)
progettazione (θηλ.ουσ)
progettista (ουσ αρσ και θηλ.)
progettistica (θηλ.ουσ)
progettistico (επίθ.)
progetto (ουσ αρσ )
proglaciale (επίθ.)
proglottide (θηλ.ουσ)
prognatismo (ουσ αρσ )
prognato (επίθ.)
prognosi (θηλ.ουσ)
prognostico (αρσ. επίθ και ουσ)
programma (ουσ αρσ )
programmabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---