Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprofùso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [proˈfuzo] 1 περίσσιος 2 δαψιλής 3 υπερβολικός 4 άφθονος 5 πλουσιοπάροχος 6 μπόλικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |