Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprofumière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [profuˈmjɛre] 1 μυροποιός 2 μυροπώλης 3 αρωματοπώλης 4 μυρεψός 5 αρωματοποιός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |