Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profumàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [profuˈmare]

1 ευωδώ
2 ευωδιάζω
3 πεντοβολώ
4 μοσχομυρίζω
5 μοσχοβολώ

profumàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [profuˈmare]

αρωματίζω

profumarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [profuˈmarsi]

αρωματίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profugo profumatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profondo (ουσ αρσ )
profondo (επίθ.)
proforma (επίρ.)
profugo (ουσ αρσ )
profugo (επίθ.)
profumare (ρ.αμτβ.)
profumare (ρ. μτβ.)
profumarsi (ρ.μ. (αντων.))
profumatamente (επίρ.)
profumato (αρσ. επίθ και ουσ)
profumeria (θηλ.ουσ)
profumiera (θηλ.ουσ)
profumiere (ουσ αρσ )
profumiero (επίθ.)
profumo (ουσ αρσ )
profusione (θηλ.ουσ)
profuso (αρσ. επίθ και ουσ)
progenie (θηλ.ουσ)
progenitore (ουσ αρσ )
progenitrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---