Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprofóndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈfondo] 1 βαθύνοια 2 εσωτερικό ενός μέρους 3 βάθος 4 βαθύτητα 5 πληρότητα 6 φόντο 7 μυχός 8 ουσία profóndo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [proˈfondo] βαθύς (-ιά, -ύ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |