Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profóndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [proˈfondere]

1 κατασωτεύω
2 σπαταλώ
3 κατατρώγω
4 διασκορπίζω
5 ασωτεύω
6 καταδαπανώ
7 διασπαθίζω
8 ξοδεύω άμετρα
9 ξοδεύω ασυλλόγιστα
10 καταναλώνω
11 χαλώ άσκοπα
12 χύνω άφθονα
13 επιδαψιλεύω

profondersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [proˈfondersi]

1 επιπολάζω
2 αφθονώ
3 παράγω εν αφθονία
4 επιδαψιλεύω
5 παρέχω αφειδώς
6 υπάρχω σε αφθονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profondarsi profondimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profluvio (ουσ αρσ )
profondamente (επίρ.)
profondare (ρ.αμτβ.)
profondare (ρ. μτβ.)
profondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
profondere (ρ. μτβ.)
profondersi (ρ.μ. (αντων.))
profondimetro (ουσ αρσ )
profondità (θηλ.ουσ)
profondo (ουσ αρσ )
profondo (επίθ.)
proforma (επίρ.)
profugo (ουσ αρσ )
profugo (επίθ.)
profumare (ρ.αμτβ.)
profumare (ρ. μτβ.)
profumarsi (ρ.μ. (αντων.))
profumatamente (επίρ.)
profumato (αρσ. επίθ και ουσ)
profumeria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---