Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprofittévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [profitˈtevole] 1 κερδοφόρος 2 κερδώος 3 ευεργετικός 4 επικερδής 5 επωφελής 6 προσοδοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |