Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profilatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [profilaˈtura]

1 ρέλιασμα
2 ρέλι
3 προφίλ
4 περίγραμμα
5 σχεδιασμός σε κατατομή
6 στρίφωμα
7 διαμόρφωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profilattico profilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profilato (επίθ.)
profilatoio (ουσ αρσ )
profilatrice (θηλ.ουσ)
profilattico (ουσ αρσ )
profilattico (επίθ.)
profilatura (θηλ.ουσ)
profilo (ουσ αρσ )
profiterole (ουσ αρσ και θηλ.)
profittare (ρ.αμτβ.)
profittatore (αρσ. επίθ και ουσ)
profittevole (επίθ.)
profitto (ουσ αρσ )
profluvio (ουσ αρσ )
profondamente (επίρ.)
profondare (ρ.αμτβ.)
profondare (ρ. μτβ.)
profondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
profondere (ρ. μτβ.)
profondersi (ρ.μ. (αντων.))
profondimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---