Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprofilàttico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [profiˈlattiko] προφυλακτικό profilàttico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [profiˈlattiko] 1 προληπτικός 2 προφυλακτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |