Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profilàttico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [profiˈlattiko]

προφυλακτικό

profilàttico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [profiˈlattiko]

1 προληπτικός
2 προφυλακτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profilatrice profilatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profilassi (θηλ.ουσ)
profilato (ουσ αρσ )
profilato (επίθ.)
profilatoio (ουσ αρσ )
profilatrice (θηλ.ουσ)
profilattico (ουσ αρσ )
profilattico (επίθ.)
profilatura (θηλ.ουσ)
profilo (ουσ αρσ )
profiterole (ουσ αρσ και θηλ.)
profittare (ρ.αμτβ.)
profittatore (αρσ. επίθ και ουσ)
profittevole (επίθ.)
profitto (ουσ αρσ )
profluvio (ουσ αρσ )
profondamente (επίρ.)
profondare (ρ.αμτβ.)
profondare (ρ. μτβ.)
profondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
profondere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---