Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profilatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [profilaˈtojo]

σμίλη εγχάραξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profilato profilatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

profilare (ρ. μτβ.)
profilarsi (ρ.μ. (αντων.))
profilassi (θηλ.ουσ)
profilato (ουσ αρσ )
profilato (επίθ.)
profilatoio (ουσ αρσ )
profilatrice (θηλ.ουσ)
profilattico (ουσ αρσ )
profilattico (επίθ.)
profilatura (θηλ.ουσ)
profilo (ουσ αρσ )
profiterole (ουσ αρσ και θηλ.)
profittare (ρ.αμτβ.)
profittatore (αρσ. επίθ και ουσ)
profittevole (επίθ.)
profitto (ουσ αρσ )
profluvio (ουσ αρσ )
profondamente (επίρ.)
profondare (ρ.αμτβ.)
profondare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---