Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


profetìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [profeˈtizmo]

προφητεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  profetico profetizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

professore (ουσ αρσ )
professoressa (θηλ.ουσ)
profeta (ουσ αρσ )
profetessa (θηλ.ουσ)
profetico (επίθ.)
profetismo (ουσ αρσ )
profetizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
profezia (θηλ.ουσ)
profferire (ρ. μτβ.)
profferta (θηλ.ουσ)
proficuamente (επίρ.)
proficuo (επίθ.)
profilare (ρ. μτβ.)
profilarsi (ρ.μ. (αντων.))
profilassi (θηλ.ουσ)
profilato (ουσ αρσ )
profilato (επίθ.)
profilatoio (ουσ αρσ )
profilatrice (θηλ.ουσ)
profilattico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---