Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


professóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [profesˈsore]

ο καθηγητής, η καθηγήτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  professorato professoressa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

professionista (ουσ αρσ )
professionistico (επίθ.)
professo (αρσ. επίθ και ουσ)
professorale (επίθ.)
professorato (ουσ αρσ )
professore (ουσ αρσ )
professoressa (θηλ.ουσ)
profeta (ουσ αρσ )
profetessa (θηλ.ουσ)
profetico (επίθ.)
profetismo (ουσ αρσ )
profetizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
profezia (θηλ.ουσ)
profferire (ρ. μτβ.)
profferta (θηλ.ουσ)
proficuamente (επίρ.)
proficuo (επίθ.)
profilare (ρ. μτβ.)
profilarsi (ρ.μ. (αντων.))
profilassi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---