Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprofessoràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [professoˈrato] 1 αξίωμα καθηγητή 2 καθηγεσία 3 θέση καθηγητή ή δάσκαλου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |