Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

problèma (ουσ αρσ ) procèlla (θηλ.ουσ)
problemàtica (θηλ.ουσ) procellària (θηλ.ουσ)
problematicìsmo (ουσ αρσ ) procellóso (επίθ.)
problematicità (θηλ.ουσ) processàbile (επίθ.)
problemàtico (επίθ.) processàre (ρ. μτβ.)
pròbo (επίθ.) processionàle (αρσ. επίθ και ουσ)
proboscidàti (ουσ αρσ πληθ.) processióne (θηλ.ουσ)
proboscidàto (αρσ. επίθ και ουσ) procèsso (ουσ αρσ )
probòscide (θηλ.ουσ) processóre (ουσ αρσ )
probovìro (ουσ αρσ ) processuàle (επίθ.)
procàccia (ουσ αρσ και θηλ.) procióne (ουσ αρσ )
procacciaménto (ουσ αρσ ) proclàma (ουσ αρσ )
procacciànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) proclamàre (ρ. μτβ.)
procacciàre (ρ. μτβ.) proclamazióne (θηλ.ουσ)
procacciarsi (ρ.μ. (αντων.)) pròclisi (θηλ.ουσ)
procacciatóre (αρσ. επίθ και ουσ) proclìtico (επίθ.)
procàce (επίθ.) proclìve (επίθ.)
procaceménte (επίρ.) proclività (θηλ.ουσ)
procacità (θηλ.ουσ) procombènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procaìna (θηλ.ουσ) procómbere (ρ.αμτβ.)
procèdere (ρ.αμτβ.) proconsolàre (επίθ.)
procediménto (ουσ αρσ ) proconsolàto (ουσ αρσ )
procedùra (θηλ.ουσ) procònsole (ουσ αρσ )
proceduràle (επίθ.) procrastinaménto (ουσ αρσ )
procedurìsta (ουσ αρσ και θηλ.) procrastinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: