Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


procellóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [proʧelˈloso], [proʧelˈlozo]

1 θυελλώδης
2 τρικυμιώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  procellaria processabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procedura (θηλ.ουσ)
procedurale (επίθ.)
procedurista (ουσ αρσ και θηλ.)
procella (θηλ.ουσ)
procellaria (θηλ.ουσ)
procelloso (επίθ.)
processabile (επίθ.)
processare (ρ. μτβ.)
processionale (αρσ. επίθ και ουσ)
processione (θηλ.ουσ)
processo (ουσ αρσ )
processore (ουσ αρσ )
processuale (επίθ.)
procione (ουσ αρσ )
proclama (ουσ αρσ )
proclamare (ρ. μτβ.)
proclamazione (θηλ.ουσ)
proclisi (θηλ.ουσ)
proclitico (επίθ.)
proclive (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---