Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròclisi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔklizi]

πρόκλισις (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proclamazione proclitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

processuale (επίθ.)
procione (ουσ αρσ )
proclama (ουσ αρσ )
proclamare (ρ. μτβ.)
proclamazione (θηλ.ουσ)
proclisi (θηλ.ουσ)
proclitico (επίθ.)
proclive (επίθ.)
proclività (θηλ.ουσ)
procombente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
procombere (ρ.αμτβ.)
proconsolare (επίθ.)
proconsolato (ουσ αρσ )
proconsole (ουσ αρσ )
procrastinamento (ουσ αρσ )
procrastinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
procrastinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
procrastinazione (θηλ.ουσ)
procreabile (επίθ.)
procreare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---