Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprocrastinaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prokrastinaˈmento] 1 αναβολή 2 καθυστέρηση 3 χρονική μετάθεση στο μέλλον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |