Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprocònsole
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [proˈkɔnsole] 1 κυβερνήτης Ρωμαὶκής κτήσης 2 στρατιωτικός διοικητής Ρώμης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |