Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proctoscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [proktosˈkɔpjo]

πρωκτοσκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proctologia procura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procreatrice (θηλ.ουσ)
procreazione (θηλ.ουσ)
procromosoma (ουσ αρσ )
proctite (θηλ.ουσ)
proctologia (θηλ.ουσ)
proctoscopio (ουσ αρσ )
procura (θηλ.ουσ)
procurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
procurarsi (ρ.μ. (αντων.))
procuratore (ουσ αρσ )
procuratorio (αρσ. επίθ και ουσ)
proda (θηλ.ουσ)
prode (ουσ αρσ )
prode (επίθ.)
prodese (ουσ αρσ )
prodezza (θηλ.ουσ)
prodiere (ουσ αρσ )
prodiero (επίθ.)
prodigalità (θηλ.ουσ)
prodigalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---