Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pròda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɔda]

1 ακρογιαλιά
2 ακτή
3 όχθη
4 στεριά
5 ακρογιάλι
6 κόστα
7 ακροθαλάσσι
8 γιαλός
9 παραλία
10 ακροθαλασσιά
11 περιγιάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  procuratorio prode  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

procura (θηλ.ουσ)
procurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
procurarsi (ρ.μ. (αντων.))
procuratore (ουσ αρσ )
procuratorio (αρσ. επίθ και ουσ)
proda (θηλ.ουσ)
prode (ουσ αρσ )
prode (επίθ.)
prodese (ουσ αρσ )
prodezza (θηλ.ουσ)
prodiere (ουσ αρσ )
prodiero (επίθ.)
prodigalità (θηλ.ουσ)
prodigalmente (επίρ.)
prodigare (ρ. μτβ.)
prodigarsi (ρ.μ. (αντων.))
prodigio (ουσ αρσ )
prodigiosamente (επίρ.)
prodigiosità (θηλ.ουσ)
prodigioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---