Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prodigalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prodigaliˈta]

1 ασωτία
2 σπατάλη
3 άμετρο ξόδεμα
4 άσκοπη δαπάνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prodiero prodigalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prode (επίθ.)
prodese (ουσ αρσ )
prodezza (θηλ.ουσ)
prodiere (ουσ αρσ )
prodiero (επίθ.)
prodigalità (θηλ.ουσ)
prodigalmente (επίρ.)
prodigare (ρ. μτβ.)
prodigarsi (ρ.μ. (αντων.))
prodigio (ουσ αρσ )
prodigiosamente (επίρ.)
prodigiosità (θηλ.ουσ)
prodigioso (επίθ.)
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)
proditoriamente (επίρ.)
proditorio (επίθ.)
prodittatore (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---