Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


proditòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prodiˈtɔrjo]

1 ύπουλος
2 προδοτικός
3 δόλιος
4 μπαμπέσικος
5 δολερός
6 αναξιόπιστος
7 άπιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  proditoriamente prodittatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodigiosità (θηλ.ουσ)
prodigioso (επίθ.)
prodigo (ουσ αρσ )
prodigo (επίθ.)
proditoriamente (επίρ.)
proditorio (επίθ.)
prodittatore (ουσ αρσ )
prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)
prodromico (επίθ.)
prodromo (αρσ. επίθ και ουσ)
producente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
producibile (επίθ.)
prodursi (ρ.μ. (αντων.))
produrre (ρ. μτβ.)
produttivistico (επίθ.)
produttività (θηλ.ουσ)
produttivo (επίθ.)
produttore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---