Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


producènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [produˈʧɛnte]

ΠαραγωγικόςC


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prodromo producibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prodittatoriale (επίθ.)
prodotto (ουσ αρσ )
prodotto (επίθ.)
prodromico (επίθ.)
prodromo (αρσ. επίθ και ουσ)
producente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
producibile (επίθ.)
prodursi (ρ.μ. (αντων.))
produrre (ρ. μτβ.)
produttivistico (επίθ.)
produttività (θηλ.ουσ)
produttivo (επίθ.)
produttore (ουσ αρσ )
produttore (επίθ.)
produzione (θηλ.ουσ)
proemiale (επίθ.)
proemiare (ρ.αμτβ.)
proemio (ουσ αρσ )
prof (ουσ αρσ και θηλ.)
profanare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---